-
1 πρέπων
πρέπούσα, πρέπον надлежащий, должный, подобающий, приличествующий;με τον πρέποντα τρόπον — подобающим образом;
η συμπεριφορά του δεν ήτο η πρέπουσα — ему не следовало так себя вести
1 πρέπων
με τον πρέποντα τρόπον — подобающим образом;
η συμπεριφορά του δεν ήτο η πρέπουσα — ему не следовало так себя вести